δυνάμωμα

δυνάμωμα
το (Μ δυνάμωμα) [δυναμώνω]
1. το να δυναμώνει κάποιος ή κάτι, ισχυροποίηση, ενίσχυση
2. αύξηση, ένταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δυνάμωμα — το το να αποκτά κανείς δύναμη, τόνωση, ενίσχυση: Αυτές οι βιταμίνες βοήθησαν το δυνάμωμά μου μετά την αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούντωμα — το, ατος 1. αναβλάστηση, πλούσια βλάστηση, δάσωμα, το να βγαίνουν πυκνά φύλλα και κλαδιά: Το φούντωμα του δέντρου. 2. το να βγαίνουν πολλές και ψηλές φλόγες από φωτιά, το δυνάμωμα της φωτιάς: Το φούντωμα της πυρκαγιάς. 3. μτφ., έκταση, επέκταση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλσις — (I) ἄλσις ( έως), η (Α) [ἀλδαίνω] αύξηση, δυνάμωμα. (II) ἅλσις ( εως), η (Α) [ἁλλομαι] άλμα, πήδημα …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • δυνάμωση — η (AM δυνάμωσις) δυνάμωμα …   Dictionary of Greek

  • ενίσχυμα — το [ενισχύω] 1. δυνάμωμα 2. οικονομική υποστήριξη …   Dictionary of Greek

  • ενδυνάμωση — η 1. ενίσχυση, δυνάμωμα («ενδυνάμωση οργανισμού») 2. η εμφάνιση φωτοτύπου που παρουσιάζει ατελή εικόνα με χημικά μέσα για να γίνει ζωηρότερο …   Dictionary of Greek

  • καρδάμωμα — το [καρδαμώνω] δυνάμωμα, τόνωση, ενίσχυση, ανάκτηση δυνάμεων …   Dictionary of Greek

  • νταβράντισμα — το [νταβραντίζω] 1. τίναγμα, τράνταγμα 2. δυνάμωμα, σφρίγος …   Dictionary of Greek

  • παχυσμός — ο, ΝΑ [παχύνω] 1. πάχυνση, πάχος 2. πάχυσμα, πύκνωση αρχ. κρατυσμός*. ισχυροποίηση, δυνάμωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”